εκβαρβαρώνω

εκβαρβαρώνω
(AM ἐκβαρβαρῶ, -όω)
κάνω κάποιον βάρβαρο, τόν οδηγώ σε κατάσταση βαρβαρότητας και θηριωδίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκβαρβαρώνω — εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω. 2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”